εὔστροφος — well twisted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύστροφος — εὔστροφος well twisted masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύστροφος — η, ο (ΑΜ εὔστροφος, ον Α και ἐΰστροφος, ον) 1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.) 2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ. β. «εύστροφο πνεύμα») μσν … Dictionary of Greek
εὐστροφώτερον — εὔστροφος well twisted masc acc comp sg εὔστροφος well twisted neut nom/voc/acc comp sg εὔστροφος well twisted adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστροφώτατον — εὔστροφος well twisted masc acc superl sg εὔστροφος well twisted neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστρόφως — εὔστροφος well twisted adverbial εὔστροφος well twisted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔστροφον — εὔστροφος well twisted masc/fem acc sg εὔστροφος well twisted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύστροφον — εὔστροφος well twisted masc/fem acc sg (epic) εὔστροφος well twisted neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστροφωτάταισι — εὔστροφος well twisted fem dat superl pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐστροφώτεροι — εὔστροφος well twisted masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)